-
1 προσεικαζω
1) уподоблять, приравнивать(τί τινι Xen., Plat.)
κακῷ δέ τῳ προσεικάζω τάδε Aesch. — я вижу в этом беду2) сравнивать, сопоставлять(τινά τινι Eur.)
3) строить догадки, предполагатьοὐκ ἔχω προσεικάσαι Aesch. — я не могу постигнуть
См. также в других словарях:
προσεικάζω — Α [εἰκάζω] 1. καθιστώ κάτι όμοιο, εξομοιώνω («δεῑ... τὸν ἀνδριαντοποιὸν τὰ ἔργα τῆς ψυχῆς τῷ εἴδει προσεικάζειν», Ξεν.) 2. συμπεραίνω ύστερα από σύγκριση και αντιπαραβολή («οὐκ ἔχω προσεικάσαι πάντ ἐπισταθμώμενος πλὴν Διός», Αισχύλ.) 4. εικάζω,… … Dictionary of Greek